Přechod na menu, Přechod na obsah, Přechod na patičku
Úvod do studia novořečtiny Ústav klasických studií, Filozofická fakulta Masarykovy univerzityMgr. et Mgr. Markéta Kulhánková, Ph.D., Mgr. Simone Sumelidu

Rea Galanaki, Helena neboli Nikdo

Rea Galanaki

Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας.

Překlad: A. Büchlerová: Rhea Galanaki, Helena neboli Nikdo, Praha 2003.

Το κορίτσι έσκυψε πάνω από τη χαμηλή βεράντα προς τη θάλασσα. Το αλμυρό νερό ποτέ δεν επιστρέφει την εικόνα ενός προσώπου. Το μπλε του ήταν των παραμυθιών, για’ αυτό δεν την καθρέφτιζε, αλλά μπορούσε να την παρασύρει σε έναν κόσμο διαφορετικό. Μικρότερη, τον άγγιζε και τον εμπιστευόταν σαν παιχνίδι. Κορίτσι πια, τον αντιλαμβανόταν σαν κάτι πιο μεγάλο από τον εαυτό της. Ένα γαλάζιο ατλάζι, που απλωνόταν μαλακό και τύλιγε τα στέφανα των γεννητόρων για πολλές γενιές. Ή σαν εκείνο το λεπτό λινό, που τύλιγε τους τυχερούς νεκρούς σε βαθυκύανο πένθος. Τους τυχερούς· όσους επέστρεφαν από τα μακρινά ταξίδια τους για να θαφτούν στη γη και για να λατρευτούνε από τις γυναίκες. Όλοι σχεδόν οι άντρες σ’ αυτό το νησί ασχολούνταν με τη ναυτική. Και σχεδόν όλοι, εκτός απ’ τ’ αρβανίτικα που μίλαγαν, εκτός από τα ελληνικά που λίγοι ανάμεσά τους έγραφαν, είχαν ακούσει τον αχό της θάλασσας σε ώρα κινδύνου από κακόν αγέρα ή σε ώρα μάχης. Καμάρωναν ότι κατείχαν όλες τις λέξεις της υγρής της διαλέκτου, ακόμη και τις πιο φριχτές. Τις δίχως δυνατότητα να επαναληφθούνε, μολονότι ο απόηχός τους δεν τους εγκατέλειπε ούτε στιγμή, όταν γυρνώντας σμίγαν με το ταίρι τους, ή όταν μετρούσαν τα φλουριά τους οι πιο πλούσιοι, σχεδιάζοντας το επόμενο ταξίδι. Dívka se z nízké verandy naklonila nad moře. Slaná voda člověku nikdy nevrací jeho vlastní obraz. Její modř je modří z pohádek, proto dívku nezrcadlila, nýbrž ji vtahovala do jiného světa. Když bývala mladší, dotýkala se té modři a oddávala se jí jako hře. Nyní, už dospělá, v ní spatřovala cosi většího, než je ona sama. Modrý satén, jenž se rozprostírá a po celé generace přikrývá svatební věnce jejích předků. Nebo ono jemné plátno, halící do temně modrého smutku šťastné zesnulé. Šťastné, neboť se navrátili z dalekých cest, aby mohli být pohřbeni na souši a uctíváni svými ženami. Muži z jejího ostrova většinou pracovali na lodích. A kromě arvanitštiny, jíž hovořili, a řečtiny, kterou jen pár z nich umělo psát, téměř všichni v nebezpečné hodině běsnícího vichru či v hodině bitvy slýchali hlas moře. Byli hrdí na to, že znají všechny slova jeho mokré řeči, i ta nejhrůznější. Ta, která nelze opakovat, třebaže je po návratu, když lehávali s manželkami, a když ti zámožnější počítali zlaťáky a plánovali další plavbu, jejich ozvěna ani na okamžik neopouštěla.
Γενάρη μήνα, η θάλασσα ήταν ήσυχη. Το κορίτσι σκέφτηκε ότι, καθώς έλεγαν, κάθε χρόνο μέσα στην κάλμα του Γενάρη έρχεται μια γυναίκα με φτερά και ράμφος, και γεννά τα αυγά της στο ακρογιάλι. Έσκυψε πιο πολύ, τεντώνοντας το φόρεμα που της έσφιγγε τη μέση. Γκρίζα, κάτασπρα και φαιά τα βότσαλα. Μπορούσε να ορκιστεί πως είδε ανάμεσά τους τα μικρά αυγά. Σκέφτηκε πως ίσως τα παραμύθια μπορούν να απορροφούνται από την ύλη και το φως του τόπου που τα φτιάχνει, σαν την πληγή από το λαβωμένο σώμα. Ησύχασε και κοίταξε ακόμη λίγο. Έπειτα μάζεψε τις σούρες και τα βολάν μιας φούστας μακριάς και κάθισε καβάλα στο πεζούλι της βεράντας, ξεχνώντας πως δεν ήταν πια παιδί, μα και ότι, ως παιδί, δεν είχε γεννηθεί αγόρι. Άπλωσε χαρτιά και μολύβια κι άρχισε να ζωγραφίζει. Byl leden, moře bylo klidné. Dívka si vzpomněla, že sem prý rok co rok za lednového bezvětří přichází žena s peřím a zobanem a klade na pobřeží vejce. Vyklonila se ještě víc, až se jí napjala látka šatů, těsně přiléhajících k pasu. Matně šedé a bílé oblázky. Byla by přísahala, že mezi nimi zahlédla i ta drobounká vejce. Třeba je možné, napadlo ji, že hmota a světlo každého místa do sebe vsakují pohádky, jimž dalo tvar, stejně jako poraněné tělo vstřebává ránu. Zklidnila se a ještě chvíli se dívala. Pak si nadzvedla sámky a volánky dlouhé sukně a obkročmo se usadila na kamenné zábradlí balkonu. Docela zapomněla, že už dávno není dítětem, a že ani když dítětem byla, nenarodila se jako chlapec. Rozložila si papír a tužky a dala se do kreslení.
Ωραίος ήταν τότε ακόμη ο κόσμος, θα σκεφτόταν προς το τέλος της ζωής της η Ελένη καθισμένη στη βεράντα του ίδιου σπιτιού. Ωραίος, καθώς δροσερά τα χρώματα απορροφούσαν την αλαζονεία, την τιμωρία και το έλεος του κόσμου τούτου. Καθώς η μαύρη πινελιά, ανυποψίαστη ακόμη για το πένθος, υπήρχε μόνο για να υπογραμμίζει το εγκόσμιο γαλάζιο. Όμως δεν θα μπορούσε πια να ορκιστεί, όπως κορίτσι ορκιζότανε πως είδε τα αυγά της Αλκυόνας, ότι δροσιά και πένθος αφορούσαν την ίδια ακριβώς γυναίκα. Αυτήν. Διότι της φαινόταν ότι κατά τη διάρκεια της ζωής της διαφορετικές γυναίκες είχανε βαδίσει η μια μετά την άλλη στην ίδια οδό. Και ότι η καθεμιά τους, γεννώντας την επόμενη, έπρεπε να χαθεί. Svět byl tehdy ještě krásný, pomyslí si Helena ke sklonku života, až bude sedět na verandě téhož domu. Krásný, protože svěží barvy pohlcovaly veškerou jeho nadutost, tresty i milosrdenství. Protože černý tah štětcem, dosud neznalý truchlení, existoval jen proto, aby zdůraznil modř tohoto světa. Nemohla by však přísahat – tak jako v dětství přísahala, že spatřila Alkyonina vejce -, že ona modř i smutek měly co do činění s jednou a toutéž ženou – s ní samotnou. Připadalo jí totiž, že v průběhu jejího života se po téže cestě ubíraly jedna za druhou rozličné ženy. A že se každá z nich musela vytratit, jakmile zrodila další.