Στροφή Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση σὰ μαῦρο περιστέρι. Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου, ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου... Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου, ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη τὴν τραγικὴ κλεψύδρα βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα στὸ οὐράνιο περιβόλι. Ἄρνηση Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ κι ἄσπρο σὰν περιστέρι διψάσαμε τὸ μεσημέρι μὰ τὸ νερὸ γλυφό. Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ γράψαμε τ᾿ ὄνομά της ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης καὶ σβήστηκε ἡ γραφή. Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή, τί πόθους καὶ τί πάθος πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος! κι ἀλλάξαμε ζωή. Ἡ λυπημένη Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς κάθισες πρὸς τὸ βράδυ μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι δείχνοντας πὼς πονεῖς· κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμὴ ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη καὶ δέουνται οἱ λυγμοί· κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπὸ ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη γυρίζει στὸν καρπό· μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμὸς δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει ἔναστρος οὐρανός. (Από τη συλλογή Στροφή) Ερωτικός λόγος Β' Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό. Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια... Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί... Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή! Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού, να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού... Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη, σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό, μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό. Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως. Μυθιστόρημα Β´ Ἀκόμη ἕνα πηγάδι μέσα σὲ μιὰ σπηλιά. Ἄλλοτε μᾶς ἦταν εὔκολο ν᾿ ἀντλήσουμε εἴδωλα καὶ στολίδια γιὰ νὰ χαροῦν οἱ φίλοι ποὺ μᾶς ἔμεναν ἀκόμη πιστοί. Ἔσπασαν τὰ σκοινιὰ μονάχα οἱ χαρακιὲς στοῦ πηγαδιοῦ τὸ στόμα μᾶς θυμίζουν τὴν περασμένη μας εὐτυχία: τὰ δάχτυλα στὸ φιλιατρό, καθὼς ἔλεγε ὁ ποιητής. Τὰ δάχτυλα νιώθουν τὴ δροσιὰ τῆς πέτρας λίγο κι ἡ θέρμη τοῦ κορμιοῦ τὴν κυριεύει κι ἡ σπηλιὰ παίζει τὴν ψυχή της καὶ τὴ χάνει κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρὶς μία στάλα. Γ´ Μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ τ᾿ ἀκουμπήσω. Ἔπεφτε τὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει. Κοιτάζω τὰ μάτια. Μήτε ἀνοιχτὰ μήτε κλειστὰ μιλῶ στὸ στόμα ποὺ ὅλο γυρεύει νὰ μιλήσει κρατῶ τὰ μάγουλα ποὺ ξεπέρασαν τὸ δέρμα. Δὲν ἔχω ἄλλη δύναμη τὰ χέρια μου χάνουνται καὶ μὲ πλησιάζουν ἀκρωτηριασμένα. Ι´ Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας. Κι οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴν ψυχή μας. Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας; Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν. ΙΗ´ Λυποῦμαι γιατὶ ἄφησα νὰ περάσει ἕνα πλατὺ ποτάμι μέσα ἀπὸ τὰ δάχτυλά μου χωρὶς νὰ πιῶ οὔτε μία στάλα. Τώρα βυθίζομαι στὴν πέτρα. Ἕνα μικρὸ πεῦκο στὸ κόκκινο χῶμα, δὲν ἔχω ἄλλη συντροφιά. Ὅ, τι ἀγάπησα χάθηκε μαζὶ μὲ τὰ σπίτια ποὺ ἦταν καινούργια τὸ περασμένο καλοκαίρι καὶ γκρέμισαν μὲ τὸν ἀγέρα τοῦ φθινοπώρου. Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ. Σ. Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ. Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης. Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου» χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της. Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες. Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά; Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας» «Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος «βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό». Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν. Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ. Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς» εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ. Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά. Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες... τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937. Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936 (Από τη συλλογή Τετράδιο γυμνασμάτων) Ἑλένη ΤΕΥΚΡΟΣ : ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας. ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φῆς; Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι; «Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.» Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμὸ τῶν φύλλων, σὺ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσικὴ δροσιὰ τοῦ δάσους στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν. Τυφλὴ φωνὴ ποὺ ψηλαφεῖς μέσα στὴ νυχτωμένη μνήμη βήματα καὶ χειρονομίες. Δὲ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα, καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας. «Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες». Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί; Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα: καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων ἢ τῶν θεῶν. Ἡ μοίρα μου ποὺ κυματίζει ἀνάμεσα στὸ στερνὸ σπαθὶ ἑνὸς Αἴαντα καὶ μίαν ἄλλη Σαλαμίνα μ᾿ ἔφερε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ γυρογιάλι. Τὸ φεγγάρι βγῆκε ἀπ᾿ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη, σκέπασε τὴν καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ, κι ὅλα τ᾿ ἀλλάζει. Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια; Ἤμουν κι ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης. τὸ ριζικό μου ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε. Ἀηδόνι ποιητάρη, σὰν καὶ μία τέτοια νύχτα στ᾿ ἀκροθαλλάσι τοῦ Πρωτέα σ᾿ ἄκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο, κι ἀνάμεσό τους - ποιὸς θὰ τὄ᾿ λέγε; - ἡ Ἑλένη! ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα, ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι, ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι, ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν. ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια, ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια, δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ πῆγαν στὴν ἄβυσσο γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη. (Από τη συλλογή Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ’) Εὐριπίδης, Ἀθηναῖος Γέρασε ἀνάμεσα στὴ φωτιὰ τῆς Τροίας καὶ στὰ λατομεῖα τῆς Σικελίας. Τοῦ ἄρεσαν οἱ σπηλιὲς στὴν ἀμμουδιὰ κι οἱ ζωγραφιὲς τῆς θάλασσας. Εἶδε τὶς φλέβες τῶν ἀνθρώπων σὰν ἕνα δίχτυ τῶν θεῶν, ὅπου μᾶς πιάνουν σὰν τ᾿ ἀγρίμια· 5 προσπάθησε νὰ τὸ τρυπήσει. Ἦταν στρυφνός, οἱ φίλοι του ἦταν λίγοι· ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ τὸν σπαράξαν τὰ σκυλιά. (Από τη συλλογή Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ’) Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα Τὸν δ᾿ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ θρῆνον Ἐρινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων ἐλπίδος φίλον θράσος. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ. 990 ἔπ. «Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα...», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος δείχνοντας ἕνα χαμηλὸ γιαλὸ μέσα στὸ πούσι τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα, «... καὶ κατὰ τὸν Πουνέντε ἀλάργα τὸ κύμα γέννησε τὴν Ἀφροδίτη λένε τὸν τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ. Τρία καρτίνια ἀριστερά!» Εἶχε τὰ μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα ποὺ ἔχασα τὸν ἄλλο χρόνο κι ὁ Ραμαζὰν πῶς κοίταζε κατάματα τὸ θάνατο, μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ χιόνι τῆς Ἀνατολῆς στὸν παγωμένον ἥλιο κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρὸς ἐφέστιος θεός. Μὴ σταθεῖς ταξιδιώτη. «Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης. ...ἴσως ὁ φίλος μου νὰ κοντοστέκουνταν, ξέμπαρκος τώρα κλειστὸς σ᾿ ἕνα μικρὸ σπίτι μὲ εἰκόνες γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τὰ κάδρα. Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ σὰν τὴ μονέδα πολιτείας ποὺ χάθηκε κι ἦρθε νὰ ζωντανέψει πέφτοντας ἀλλοτινὲς ἐλεημοσύνες. «Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος. «Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα ποὺ εἶναι- μοῦ θύμισε τὴν ἄλλη ἐκείνη, τὴ μοναστηρίσια. Διηγότανε τὴν ἱστορία ἕνας καλόγερος ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος. «Τὸν καιρὸ τῆς μεγάλης στέγνιας, - σαράντα χρόνια ἀναβροχιὰ - ρημάχτηκε ὅλο τὸ νησὶ πέθαινε ὁ κόσμος καὶ γεννιοῦνταν φίδια. Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι, χοντρὰ σὰν τὸ ποδάρι ἄνθρωπου καὶ φαρμακερά. Τὸ μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα τὸ εἶχαν τότε Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι κι οὔτε μποροῦσαν νὰ δουλέψουν τὰ χωράφια κι οὔτε νὰ βγάλουν τὰ κοπάδια στὴ βοσκὴ τοὺς ἔσωσαν οἱ γάτες ποὺ ἀναθρέφαν. Τὴν κάθε αὐγὴ χτυποῦσε μία καμπάνα καὶ ξεκινοῦσαν τσοῦρμο γιὰ τὴ μάχη. Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς τὴν ὥρα ποῦ σήμαιναν τὸ βραδινὸ ταγίνι. Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα καὶ βγαῖναν γιὰ τὸν πόλεμο τῆς νύχτας. Ἤτανε θαῦμα νὰ τὶς βλέπεις, λένε, ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, τὴν ἄλλη χωρὶς μύτη, χωρὶς αὐτί, προβιὰ κουρέλι. Ἔτσι μὲ τέσσερεις καμπάνες τὴν ἡμέρα πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροὶ κι ἄλλοι καιροί. Ἄγρια πεισματικὲς καὶ πάντα λαβωμένες ξολόθρεψαν τὰ φίδια μὰ στὸ τέλος χαθήκανε, δὲν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι. Ὡσὰν καράβι καταποντισμένο τίποτε δὲν ἀφῆσαν στὸν ἀφρὸ μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα. Γραμμή! Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν. Αἰῶνες φαρμάκι γενιὲς φαρμάκι». «Γραμμή! Τί νὰ σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες παλεύοντας καὶ πίνοντας μέρα καὶ νύχτα τὸ αἷμα τὸ φαρμακερὸ τῶν ἑρπετῶν. Αἰῶνες φαρμάκι, γενιὲς φαρμάκι». «Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης. Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969 (Από τη συλλογή Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ’)