Νίκοσ Εγγονόπουλοσ Μπολιβάρ, ζνα ελλθνικό ποίθμα ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΡΛΟΙΣ ΚΑΘΟ΢ΑΝ, Ρ΢Ο ΑΥΤΩΝ ΕΡΙ ΤΟΥΣ ΒΑ΢ΒΑ΢ΟΥΣ ΦΕ΢ΟΜΕΝΟΝ Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs Για τουσ μεγάλουσ, για τουσ ελεφκερουσ, για τουσ γενναίουσ, τουσ δυνατοφσ, Αρμόηουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεφκερα, τα γενναία, τα δυνατά, Γι’ αυτοφσ θ απόλυτθ υποταγι κάκε ςτοιχείου, θ ςιγι, γι’ αυτοφσ τα δάκρυα, γι’ αυτοφσ οι φάροι, κι οι κλάδοι ελιάσ, και τα φανάρια Ππου χοροπθδοφνε με το λίκνιςμα των καραβιϊν και γράφουνε ςτουσ ςκοτεινοφσ ορίηοντεσ των λιμανιϊν, Γι’ αυτοφσ είναι τ’ άδεια βαρζλια που ςωριαςτικανε ςτο πιο ςτενό, πάλι του λιμανιοφ, ςοκάκι, Γι’ αυτοφσ οι κουλοφρεσ τ’ άςπρα ςκοινιά, κι οι αλυςίδεσ, οι άγκυρεσ, τ’ άλλα μανόμετρα, Μζςα ςτθν εκνευριςτικιάν οςμι του πετρελαίου, Για ν’ αρματϊςουνε καράβι, ν’ ανοιχτοφν, να φφγουνε, Πμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μζς’ ςτθ νυχτερινι γαλινθ των μπαχτςζδων, Μ’ ζνα ςκοπό του ταξειδιοφ: προσ τ’ άςτρα. Γι’ αυτοφσ κα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευςε θ Ζμπνευςισ, Κακϊσ εφϊλιαςε μζςα ςτα βάκια του μυαλοφ μου όλο ςυγκίνθςθ Για τισ μορφζσ, τισ αυςτθρζσ και τισ υπζροχεσ, του Οδυςςζα Ανδροφτςου και του Σίμωνοσ Μπολιβάρ. Πμωσ για τϊρα κα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφινοντασ τον άλλο για κατάλλθλο καιρό, Αφινοντάσ τον για ναν τ’ αφιερϊςω, ςαν ζρκ’ θ ϊρα, ίςωσ το πιο ωραίο τραγοφδι που ζψαλα ποτζ, Κςωσ τ’ ωραιότερο τραγοφδι που ποτζσ εψάλανε ς’ όλο τον κόςμο. Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τουσ υπιρξαν για τισ πατρίδεσ, και τα ζκνθ, και τα ςφνολα, κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνζουν, Ραρά γιατί ςτακικανε μζς’ ςτουσ αιϊνεσ, κι οι δυο τουσ, μονάχοι πάντα, κι ελεφκεροι, μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί. Και τϊρα ν’ απελπίηουμαι που ίςαμε ςιμερα δεν με κατάλαβε, δεν κζλθςε, δε μπόρεςε να καταλάβθ τι λζω, κανείσ; Βζβαια τθν ίδια τφχθ νάχουνε κι αυτά που λζω τϊρα για τον Μπολιβάρ, που κα πω αφριο για τον Ανδροφτςο; Δεν είναι κι εφκολο, άλλωςτε, να γίνουν τόςο γλιγορα αντιλθπτζσ μορφζσ τθσ ςθμαςίασ τ’ Ανδροφτςου και του Μπολιβάρ, Ραρόμοια ςφμβολα. Αλλ’ ασ περνοφμε γριγορα: προσ Θεοφ, όχι ςυγκινιςεισ, κι υπερβολζσ, κι απελπιςίεσ. Αδιάφορο, θ φωνι μου είτανε προωριςμζνθ μόνο για τουσ αιϊνεσ. (Στο μζλλον, το κοντινό, το μακρυνό, ςε χρόνια, λίγα, πολλά, ίςωσ από μεκαφριο, κι αντιμεκαφριο, Κςαμε τθν ϊρα που κε ν’ αρχινίςθ θ Γθσ να κυλάθ άδεια, κι άχρθςτθ, και νεκρι, ςτο ςτερζωμα, Νζοι κα ξυπνάνε, με μακθματικιν ακρίβεια, τισ άγριεσ νφχτεσ, πάνω ςτθν κλίνθ τουσ, Να βρζχουνε με δάκρυα το προςκζφαλό τουσ, αναλογιηόμενοι ποιοσ είμουν, ςκεφτόμενοι Ρωσ υπιρξα κάποτεσ, τι λόγια είπα, τι φμνουσ ζψαλα. Και τα κεόρατα κφματα, όπου ξεςποφνε κάκε βράδυ ςτα εφτά τθσ Φδρασ ακρογιάλια, Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψθλό βουνό που κατεβάηει τα δρολάπια, Αζναα, ακοφραςτα, κε να βροντοφωνοφνε τ’ όνομά μου.) Ασ επανζλκουμε όμωσ ςτον Σίμωνα Μπολιβάρ. Μπολιβάρ! Πνομα από μζταλλο και ξφλο, είςουνα ζνα λουλοφδι μζς’ ςτουσ μπαχτςζδεσ τθσ Νότιασ Αμερικισ. Είχεσ όλθ τθν ευγζνεια των λουλουδιϊν μζς’ ςτθν καρδιά ςου, μζς’ ςτα μαλλιά ςου, μζςα ςτο βλζμμα ςου. Η χζρα ςου είτανε μεγάλθ ςαν τθν καρδιά ςου, και ςκορποφςε το καλό και το κακό. ΢οβόλαγεσ τα βουνά κι ετρζμαν τ’ άςτρα, κατζβαινεσ ςτουσ κάμπουσ, με τα χρυςά, τισ επωμίδεσ, όλα τα διακριτικά του βακμοφ ςου, Με το ντουφζκι ςτον ϊμο αναρτθμζνο, με τα ςτικια ξζςκεπα, με τισ λαβωματιζσ γιομάτο το κορμί ςου, Κι εκακόςουν ολόγυμνοσ ςε πζτρα χαμθλι, ςτ’ ακροκαλάςςι, Κι ζρχονταν και ς’ ζβαφαν με τισ ςυνικειεσ των πολεμιςτϊν Ινδιάνων, Μ’ αςβζςτθ, μιςόνε άςπρο, μιςό γαλάηιο, για να φαντάηθσ ςα ρθμοκκλιςι ςε περιγιάλι τθσ Αττικισ, Σαν εκκλθςιά ςτισ γειτονιζσ των Ταταοφλων, ωςάν ανάχτορο ςε πόλθ τθσ Μακεδονίασ ερθμικι. Μπολιβάρ! Είςουνα πραγματικότθτα, και είςαι, και τϊρα, δεν είςαι όνειρο. Πταν οι άγριοι κυνθγοί καρφϊνουνε τουσ άγριουσ αετοφσ, και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ηϊα, Ράν’ απ’ τισ ξφλινεσ τισ πόρτεσ ςτ’ άγρια δάςθ, Ξαναηισ, και φωνάηεισ, και δζρνεςαι, Κι είςαι ο ίδιοσ εςφ το ςφυρί, το καρφί, κι ο αθτόσ. Αν ςτα νθςιά των κοραλλιϊν φυςοφνε ανζμοι, κι αναποδογυρίηουνε τα ζρθμα καΐκια, Κι οι παπαγάλοι οργιάηουνε με τισ φωνζσ ςαν πζφτει θ μζρα, κι οι κιποι ειρθνεφουνε πνιγμζνοι ς’ υγραςία, Και ςτα ψθλά δεντρά κουρνιάηουν τα κοράκια, Σκεφτιτε, κοντά ςτο κφμα, του καφφενείου τα ςιδερζνια τα τραπζηια, Μζς’ ςτθ μαυρίλα πϊσ τα τρϊει τ’ αγιάηι, και μακρυά το φωσ π’ ανάβει, ςβφνει, ξανανάβει, και γυρνάει πζρα δϊκε, Και ξθμερϊνει ― τι φριχτι αγωνία ― φςτερα από μια νφχτα δίχωσ φπνο, Και το νερό δεν λζει τίποτε από τα μυςτικά του. Ζτς’ θ ηωι. Κι ζρχετ’ ο ιλιοσ, και τθσ προκυμαίασ τα ςπίτια, με τισ νθςιϊτικεσ καμάρεσ, Βαμμζνα ροη, και πράςινα, μ’ άςπρα περβάηια (θ Νάξο, θ Χίοσ), Ρϊσ ηουν! Ρϊσ λάμπουνε ςα διάφανεσ νεράιδεσ! Αυτόσ ο Μπολιβάρ! Μπολιβάρ! Κράηω τ’ όνομά ςου ξαπλωμζνοσ ςτθν κορφι του βουνοφ Ζρε, Τθν πιο ψθλι κορφι τθσ νιςου Φδρασ. Από δω θ κζα εκτείνεται μαγευτικι μζχρι των νιςων του Σαρωνικοφ, τθ Θιβα, Μζχρι κει κάτω, πζρα απ’ τθ Μονεβαςιά, το τρανό Μιςίρι, Αλλά και μζχρι του Ραναμά, τθσ Γκουατεμάλα, τθσ Νικαράγκουα, του Οντουράσ, τθσ Αϊτισ, του Σαν Ντομίγκο, τθσ Βολιβίασ, τθσ Κολομβίασ, του Ρεροφ, τθσ Βενεηουζλασ, τθσ Χιλισ, τθσ Αργεντινισ, τθσ Βραηιλίασ, Ουρουγουάθ, Ραραγουάθ, του Ιςθμερινοφ, Ακόμθ και του Μεξικοφ. Μ’ ζνα ςκλθρό λικάρι χαράηω τ’ όνομά ςου πάνω ςτθν πζτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανκρϊποι να προςκυνοφν. Τινάηονται ςπίκεσ κακϊσ χαράηω ― ζτςι είτανε, λεν, ο Μπολιβάρ ― και παρακολουκϊ Το χζρι μου κακϊσ γράφει, λαμπρό μζςα ςτον ιλιο. Είδεσ για πρϊτθ φορά το φωσ ςτο Καρακάσ. Το φωσ το δικό ςου, Μπολιβάρ, γιατί ϊσ νάρκθσ θ Νότια Αμερικι ολόκλθρθ είτανε βυκιςμζνθ ςτα πικρά ςκοτάδια. Τ’ όνομά ςου τϊρα είναι δαυλόσ αναμμζνοσ, που φωτίηει τθν Αμερικι, και τθ Βόρεια και τθ Νότια, και τθν οικουμζνθ! Οι ποταμοί Αμαηόνιοσ και Ορινόκοσ πθγάηουν από τα μάτια ςου. Τα ψθλά βουνά ζχουν τισ ρίηεσ ςτο ςτζρνο ςου, Η οροςειρά των Άνδεων είναι θ ραχοκοκκαλιά ςου. Στθν κορφι τθσ κεφαλισ ςου, παλλθκαρά, τρζχουν τ’ ανιμερα άτια και τ’ άγρια βόδια, Ο πλοφτοσ τθσ Αργεντινισ. Ράνω ςτθν κοιλιά ςου εκτείνονται οι απζραντεσ φυτείεσ του καφφζ. Σαν μιλάσ, φοβεροί ςειςμοί ρθμάηουνε το παν, Από τισ επιβλθτικζσ ερθμιζσ τθσ Ραταγονίασ μζχρι τα πολφχρωμα νθςιά, Ηφαίςτεια ξεπετιοφνται ςτο Ρεροφ και ξερνάνε ςτα ουράνια τθν οργι τουσ, Σειοφνται τα χϊματα παντοφ και τρίηουν τα εικονίςματα ςτθν Καςτοριά, Τθ ςιωπθλι πόλθ κοντά ςτθ λίμνθ. Μπολιβάρ, είςαι ωραίοσ ςαν Ζλλθνασ. Σε πρωτοςυνάντθςα, ςαν είμουνα παιδί, ς’ ζνα ανθφορικό καλντιρίμι του Φαναριοφ, Μια καντιλα ςτο Μουχλιό φϊτιηε το ευγενικό πρόςωπό ςου. Μιπωσ νάςαι, άραγεσ, μια από τισ μφριεσ μορφζσ που πιρε, κι άφθςε, διαδοχικά, ο Κωνςταντίνοσ Ραλαιολόγοσ; Μπογιάκα, Αγιακοφτςο. Ζννοιεσ υπζρλαμπρεσ κι αιϊνιεσ. Είμουν εκεί. Είχαμε από πολλοφ περάςει, ιδθ, τθν παλιά μεκόριο: πίςω, μακρυά, ςτο Λεςκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιζσ. Κι ο ςτρατόσ ανζβαινε μζςα ςτθ νφχτα προσ τθ μάχθ, π’ ακοφγονταν κιόλα οι γνϊριμοί τθσ ιχοι. Ρλάι κατζρχουνταν, ςκοτεινι Συνοδεία, ατζλειωτα λεωφορεία με τουσ πλθγωμζνουσ. Μθν ταραχκι κανείσ. Κάτω εκεί, νά, θ λίμνθ. Από δω κα περάςουν, πζρ’ απ’ τισ καλαμιζσ. Υπομονευτικαν οι δρόμοι: ζργο και δόξα του Χορμοβίτθ, του ξακουςτοφ, του άφταςτου ςτα τζτοια. Στισ κζςεισ ςασ όλοι. Η ςφυρίχτρα θχεί! Ελάτεσ, ελάτε, ξεηζψτε. Ασ ςτθκοφν τα κανόνια, κακαρίςτε με τα μάκτρα τα κοίλα, τα φυτίλια αναμμζνα ςτα χζρια, Τα τόπια δεξιά. Βρασ! Βρασ, αλβανιςτί φωτιά: Μπολιβάρ! Κάκε κουμπαράσ, π’ εξεςφενδονιηόταν κι άναφτε, Είταν κι ζνα τριαντάφυλλο για τθ δόξα του μεγάλου ςτρατθγοφ, Σκλθρόσ, ατάραχοσ ωσ ςτζκονταν μζςα ςτον κορνιαχτό και τθν αντάρα, Με το βλζμμ’ ατενίηοντασ προσ τ’ αψθλά, το μζτωπο ςτα νζφθ, Κι είταν θ κζα του φριχτι: πθγι του δζουσ, του δίκιου δρόμοσ, λυτρϊςεωσ πφλθ. Πμωσ, πόςοι και πόςοι δε ς’ επιβουλευτικαν, Μπολιβάρ, Ρόςα «ντολάπια» και δε ςοφ ’ςτθςαν να πζςθσ, να χακισ, Ζνασ προ πάντων, ζνασ παλιάνκρωποσ, ζνα ςκουλικι, ζνασ Φιλιππουπολίτθσ. Αλλά ςυ τίποτα, ατράνταχτοσ ςαν πφργοσ ςτζκουςαν, όρκιοσ, ςτου Ακογκάγκουα μπροσ τον τρόμο, Μια φοβερι ξυλάρα εκράταγεσ, και τθν εκράδαινεσ πάνω απ’ τθν κεφαλι ςου. Οι φαλακροί κόνδωρεσ ςκιάηουνταν, που δεν τουσ τρόμαξε τθσ μάχθσ το κακό και το ντουμάνι, και ςε κοπάδια αγριεμζνα πζταγαν, Κι οι προβατογκαμιλεσ γκρεμιοτςακίηουντάνε ςτισ πλαγιζσ, ςζρνοντασ, κακϊσ πζφταν, ςφννεφο το χϊμα και λικάρια. Κι οι εχκροί ςου μζςα ςτα μαφρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάηαν. (Σαν κάρκθ μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα, μ’ αγίαςμα των Βλαχερνϊν κα βρζξω τθν κορφι μου, Θα βάλω όλθ τθν τζχνθ μου αυτι τθ ςτάςθ ςου να πελεκιςω, να ςτιςω ενοφ νζου Κοφρου τ’ άγαλμα ςτθσ Σικίνου τα βουνά, Μθ λθςμονϊντασ, βζβαια, ςτο βάκρο να χαράξω το περίφθμο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».) Κι εδϊ πρζπει ιδιαιτζρωσ να εξαρκι ότι ο Μπολιβάρ δεν εφοβικθκε, δε «ςκιάχτθκε» που λεν, ποτζ, Οφτε ςτων μαχϊν τθν ϊρα τθν πιο φονικιά, οφτε ςτθσ προδοςίασ, τθσ αναπόφευκτθσ, τισ πικρζσ μαυρίλεσ. Λζνε πωσ γνϊριηε από πριν, με μιαν ακρίβεια αφάνταςτθ, τθ μζρα, τθν ϊρα, το δευτερόλεφτο ακόμθ: τθ ςτιγμι, Τθσ Μάχθσ τθσ μεγάλθσ που είτανε γι’ αυτόνα μόνο, Κι όπου κε νάτανε αυτόσ ο ίδιοσ ςτρατόσ κι εχκρόσ, θττθμζνοσ και νικθτισ μαηί, ιρωασ τροπαιοφχοσ κι εξιλαςτιριο κφμα. (Και ωσ του Κφριλλου Λουκάρεωσ το πνεφμα το υπζροχο μζςα του ςτζκονταν, Ρϊσ τισ ξεγζλαγε, γαλινιοσ, των Ιθςουιτϊνε και του ελεεινοφ Φιλιππουπολίτθ τισ απαίςιεσ πλεχτάνεσ!) Κι αν χάκθκε, αν ποτζσ χάνετ’ ζνασ Μπολιβάρ! που ςαν τον Απολλϊνιο ςτα ουράνια ανελιφκθ, Λαμπρόσ ςαν ιλιοσ ζδυςε, μζςα ςε δόξα αφάνταςτθ, πίςω από βουνά ευγενικά τθσ Αττικισ και του Μορζωσ. επίκλθςισ Μπολιβάρ! Είςαι του ΢ιγα Φερραίου παιδί, Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόςο άδικα τον ςφάξαν ― και του Ραςβαντηόγλου αδελφόσ, Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανοφ ντε ΢ομπεςπιζρ ξαναηεί ςτο μζτωπό ςου. Είςαι ο ελευκερωτισ τθσ Νότιασ Αμερικισ. Δεν ξζρω ποια ςυγγζνεια ςε ςυνζδεε, αν είτανε απόγονόσ ςου ο άλλοσ μεγάλοσ Αμερικανόσ, από το Μοντεβίντεο αυτόσ, Ζνα μονάχα είναι γνωςτό, πωσ είμαι ο γυιοσ ςου. ΧΟ΢ΟΣ ςτροφι (entrée des guitares) Αν θ νφχτα, αργι να περάςθ, Ραρθγόρια μάσ ςτζλνει τισ παλιζσ τισ ςελινεσ, Αν ςτου κάμπου τα πλάτθ φανταςμάτων ςκοτάδια Λυςικόμουσ παρκζνεσ μ’ αλυςίδεσ φορτϊνουν, Ήρκ’ θ ϊρα τθσ νίκθσ, ιρκε ϊρα κριάμβου. Εισ τα ςκζλεκρα τ’ άδεια ςτρατθγϊν πολεμάρχων Τρικαντά κα φορζςουν που ποτίςτθκαν μ’ αίμα, Και το κόκκινο χρϊμα ποφχαν πριν τθ κυςία Θα ςκεπάςθ μ’ αχτίδεσ τθσ ςθμαίασ το κάμποσ. αντιςτροφι (the love of liberty brought us here) τ’ άροτρα ςτων φοινικιϊν τισ ρίηεσ κι ο ιλιοσ που λαμπρόσ ανατζλλει ςε τρόπαι’ ανάμεςα και πουλιά και κοντάρια κ’ αναγγείλθ ϊσ εκεί που κυλάει το δάκρυ και το παίρνει ο αζρασ ςτθσ καλάςςθσ τα βάκθ τον φριχτότατον όρκο το φρικτότερο ςκότοσ το φριχτό παραμφκι: Libertad επωδόσ (χορόσ ελευκεροτεκτόνων) Φφγετε μακρυά μασ αρζσ, μθ ηυγϊςετε πια, corazón, Απ’ τα λίκνα ςτ’ αςτζρια, απ’ τισ μιτρεσ ςτα μάτια, corazón, Ππου απόγκρθμνοι βράχοι και θφαίςτεια και φϊκιεσ, corazón, Ππου πρόςωπο ςκοφρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια, corazón, Ασ ςτθκεί ο φαλλόσ, και γιορτι ασ αρχίςθ, με κυςίεσ ανκρϊπων, με χοροφσ, corazón, Μζς’ ςε ςάρκασ ξεφάντωμα, ςτων προγόνων τθ δόξα, corazón, Για να ςπείρουν το ςπόρο τθσ καινοφργιασ γενιάσ, corazón. ΣΥΜΡΕ΢ΑΣΜΑ: Μετά τθν επικράτθςιν τθσ νοτιοαμερικανικισ επαναςτάςεωσ ςτικθκε ςτ’ Ανάπλι και τθ Μονεμβαςιά, επί ερθμικοφ λόφου δεςπόηοντοσ τθσ πόλεωσ, χάλκινοσ ανδριάσ του Μπολιβάρ. Πμωσ, κακϊσ τισ νφχτεσ ο ςφοδρόσ άνεμοσ που φυςοφςε ανατάραηε με βία τθν ρεντιγκότα του ιρωοσ, ο προκαλοφμενοσ κόρυβοσ είτανε τόςο μεγάλοσ, εκκωφαντικόσ, που ςτζκονταν αδφνατο να κλείςθ κανείσ μάτι, δεν μποροφςε να γενι πλζον λόγοσ για φπνο. Ζτςι οι κάτοικοι εηιτθςαν και, διά καταλλιλων ενεργειϊν, επζτυχαν τθν κατεδάφιςθ του μνθμείου. ΥΜΝΟΣ ΑΡΟΧΑΙ΢ΕΤΙΣΤΗ΢ΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΡΟΛΙΒΑ΢ (Εδώ ακοφγονται μακρυνζσ μουςικζσ που παίηουν, μ’ άφκαςτθ μελαγχολία, νοςταλγικά λαϊκά τραγοφδια και χοροφσ τθσ Νοτίου Αμερικισ, κατά προτίμθςιν ςε ρυκμό sardane). ςτρατθγζ τι ηθτοφςεσ ςτθ Λάριςα ςυ ζνασ Υδραίοσ;